- αρμόστωρ
- ἁρμόστωρ, ο (Α) [αρμόζω]ο κυβερνήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρμόστορα — ἁρμόστωρ commander masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek